Σύμφωνα με τραπεζικές πηγές, μέσα στον Σεπτέμβριο οι τράπεζες θα καλέσουν περίπου 50.000 πελάτες που έχουν δάνεια με κλιμακωτές δόσεις (step-up) για να τους προτείνουν τη μετατροπή των συμβάσεών τους σε τοκοχρεολυτικές, με σταθερή δόση μέχρι τη λήξη του δανείου.
Τα δάνεια αυτά είχαν επιλεγεί κατά την κρίση του 2015-2016 ως λύση για την αντιμετώπιση της μείωσης εισοδημάτων των δανειοληπτών και κατάφεραν να παραμείνουν ενήμερα. Η νέα αλλαγή ζητείται από τον SSM, ο οποίος θεωρεί τα step-up δάνεια υψηλού κινδύνου, δεδομένου ότι η αύξηση των δόσεων σε περιόδους οικονομικής αβεβαιότητας μπορεί να δυσχεράνει την αποπληρωμή.
Οι τράπεζες θα προτείνουν σταθερό επιτόκιο περίπου 3%, το οποίο αυξάνει την τρέχουσα δόση κατά 25%-30%, αλλά παρέχει σιγουριά και προβλεψιμότητα στους δανειολήπτες. Η νέα ρύθμιση αναμένεται να είναι ιδιαίτερα χρήσιμη για όσους προβλέπεται να μειώσουν τα εισοδήματά τους στο μέλλον, όπως για παράδειγμα κατά τη σύνταξη.
Παράλληλα, αναμένεται ότι μια μερίδα δανειοληπτών, κυρίως όσοι εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν οικονομικές δυσκολίες, δεν θα δεχθεί την αλλαγή. Σε αυτή την περίπτωση, οι τράπεζες θα πρέπει να σχηματίσουν προβλέψεις και ενδεχομένως να κατατάξουν κάποια δάνεια ως μη εξυπηρετούμενα (NPE).
Το συνολικό ύψος των step-up δανείων εκτιμάται σε 4,5-5 δισ. ευρώ, εκ των οποίων περίπου 3,5 δισ. αναμένεται να μετατραπούν σε τοκοχρεολυτικά, ενώ 1,5 δισ. θα παραμείνουν ως έχουν. Οι τράπεζες εκτιμούν ότι οι απαιτούμενες προβλέψεις για τα δάνεια αυτά θα φτάσουν περίπου τα 300 εκατ. ευρώ.
Ιδιαίτερο κεφάλαιο αποτελούν τα step-up δάνεια σε ελβετικό φράγκο, για τα οποία το Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας εξετάζει ρύθμιση με επιδότηση ισοτιμίας και πιθανή επιμήκυνση της αποπληρωμής, ώστε να αποφευχθούν αιφνιδιαστικά αυξημένες δόσεις. Ωστόσο, οποιαδήποτε αλλαγή θα πρέπει να λάβει έγκριση και από τον SSM.
Στο μεταξύ, σήμερα στις 11.00 π.μ. θα πραγματοποιηθεί σύσκεψη στην Τράπεζα της Ελλάδος για τη χαρτογράφηση των εγγυήσεων του προγράμματος Ηρακλής και την αποφυγή απρόοπτων κινδύνων στο δημόσιο με τις τιτλοποιήσεις. Το ζήτημα προκύπτει λόγω πλειστηριασμών ακινήτων, αλλαγών στις συμβάσεις ελβετικού φράγκου και πιθανών αποφάσεων του Αρείου Πάγου για στεγαστικά δάνεια.