Συλλογικές συμβάσεις: Σε διάλογο το νέο καθεστώς – Οι προτάσεις της ΓΣΕΕ
- Με «μικρό καλάθι» προσέρχεται στον κοινωνικό διάλογο η ΓΣΕΕ – Τι προωθεί το υπουργείο Εργασίας
«Κρατώντας μικρό καλάθι προσδοκιών» προσέρχονται στο κοινωνικό διάλογο για τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας οι εκπρόσωποι των εργαζομένων, με τη ΓΣΕΕ να θέτει εξαρχής το ζήτημα της πλήρους επαναφοράς του προηγούμενου νομικού πλαισίου.
Κάτι ανάλογο έχουν θέσει και οι εκπρόσωποι των μικρομεσαίων επιχειρήσεων (ΓΣΕΒΕΕ) και των εμπόρων (ΕΣΕΕ) τουλάχιστον ως προς την Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας.
Παρότι η κυβέρνηση δεν φαίνεται να προσδιορίζει τα όρια των αλλαγών στο ίδιο επίπεδο με τις συνδικαλιστικές οργανώσεις, η ΓΣΕΕ – σε αυτή τη συγκυρία – θα πάρει μέρος στο διάλογο (όρισε ήδη συγκεκριμένο εκπρόσωπο), σε αντίθεση με την πρόσφατη διαδικασία προσδιορισμού των αυξήσεων των κατώτατων αμοιβών.
Ωστόσο η Συνομοσπονδία πήρε αποστάσεις από την κυβερνητική θέση σημειώνοντας ότι τα όσα αναφέρει η υπουργός Εργασίας στην επιστολή – πρόσκλησή της «καλύπτουν μόνο ένα τμήμα των αιτημάτων της Συνομοσπονδίας και των εργαζόμενων».
Συλλογικές συμβάσεις: Τι ζητούν τα συνδικάτα
Προσδιορίζει μάλιστα τη θέση ως εξής: «ο θεσμός των ελεύθερων συλλογικών διαπραγματεύσεων δεν μπορεί να λειτουργήσει παρά μόνο με ακηδεμόνευτες από το κράτος διαδικασίες».
Ενώ μάλιστα έθεσε εξαρχής στο τραπέζι ο πλαίσιο των απόψεων της για «πλήρη επαναφορά του νομικού καθεστώτος που ίσχυε πριν την οικονομική κρίση για την μετενέργεια, την επεκτασιμότητα, τη συρροή και την καθολικότητα των συμβάσεων»
Από την πλευρά του το υπουργείο Εργασίας προσδιορίζει το αντικείμενο του κοινωνικού διαλόγου γύρω από τον σχεδιασμό ενός «οδικού χάρτη» ενδυνάμωσης των συμβάσεων έτσι ώστε να αυξηθούν και να καλύπτουν το 80% των εργαζομένων από το 28% – 30% που είναι σήμερα.
«Θα κάνουμε ό,τι χρειάζεται για να ενισχύσουμε το θεσμικό πλαίσιο των συλλογικών συμβάσεων εργασίας», δηλώνει η υπουργός Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης κυρία Νίκη Κεραμέως.
Επισημαίνει ότι η πολιτεία θα ενθαρρύνει τη σύναψη συλλογικών συμβάσεων, δίνοντας κίνητρα, ωστόσο – προσθέτει πως «οι κοινωνικοί εταίροι θα πρέπει να καθίσουν μαζί μας στο ίδιο τραπέζι και να συζητήσουμε».
«Έχουμε δρομολογήσει ήδη ενέργειες ώστε σύμφωνα με την αντίστοιχη Ευρωπαϊκή οδηγία να εκδώσουμε έναν οδικό χάρτη για το πως θα προχωρήσουμε για να βελτιώσουμε το καθεστώς των συλλογικών συμβάσεων».
Το πλαίσιο των αλλαγών
Οι συζητήσεις αυτές θα πρέπει να ξεκινήσουν σύντομα, καθώς η δεσμευτική υποχρέωση παρουσίασης του οδικού χάρτη εκπνέει το ερχόμενο φθινόπωρο οπότε θα πρέπει να παρουσιασθούν τα βήματα για την βελτίωση (τροποποίηση) του σημερινού καθεστώτος των συλλογικών συμβάσεων εργασίας.
Σύμφωνα με πληροφορίες, οι αλλαγές θα αφορούν τόσο τους όρους και τις προϋποθέσεις για την κήρυξη μιας Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας ως γενικώς υποχρεωτικής, ώστε να εφαρμόζεται σε όλες τις επιχειρήσεις ενός κλάδου, όσο και τη δομή και τον ρόλο των Μητρώων Συνδικαλιστικών και Εργοδοτικών Οργανώσεων, καθώς οι ισχύουσες διατάξεις λειτουργούν ως αντικίνητρο επέκτασης μιας Σύμβασης.
Με άλλα λόγια επανεξετάζεται το 51% της εργοδοτικής εκπροσώπησης, ως προϋπόθεση για την επέκταση των κλαδικών συμβάσεων και συζητείται η μείωση του συγκεκριμένου ποσοστού (ίσως στο 40%), έτσι ώστε να επιτυγχάνεται η ισχύς μιας κλαδικής σύμβασης σε όλους τους εργαζόμενους.
Ταυτόχρονα συζητείται η παροχή διευκολύνσεων προς τους κοινωνικούς εταίρους κατά την διάρκεια των διαπραγματεύσεων με τη χρήση περισσότερων πηγών πληροφόρησης για τις μισθολογικές αυξήσεις. Αυτό που εξετάζεται είναι να τεθεί ένα βασικό πλαίσιο πριν από κάθε διαπραγμάτευση και να λαμβάνεται υπόψη η οικονομική κατάσταση ενός κλάδου (όπως είναι η κερδοφορία ή οι ζημίες), αλλά και η εξέλιξη του μέσου μισθού, ώστε να λαμβάνονται υπόψη στη διάρκεια των διαπραγματεύσεων.
Στο υπουργείο Εργασίας αποφεύγουν να δεσμευτούν για την πλήρη επιστροφή του νομικού καθεστώτος των συμβάσεων, όπως αυτό ίσχυε πριν το 2012, ούτε φαίνονται διατεθειμένοι να προχωρήσουν στην άρση όλων των περιορισμών, ώστε να λειτουργήσουν οι συλλογικές διαπραγματεύσεις και να «αναπνεύσουν» οι κλαδικές συμβάσεις, οι οποίες – κατ’ ουσίαν – παραμένουν ανύπαρκτες.